- ξεκάρδισμα
- kahkaha
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεκάρδισμα — το δυνατό και ακράτητο γέλιο … Dictionary of Greek
ξεκάρδισμα — το, ατος δυνατό και ακράτητο γέλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)